στρατολόγημα

στρατολόγημα
-ήματος, τὸ, Μ [στρατολογῶ]
1. συγκέντρωση στρατού, στρατολόγηση
2. στρατιωτική δύναμη, στρατός
3. εκστρατεία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”